- Νοβατιανός
- -ή, -ό (Α Νοβατιανός, -ή, -όν)1. αυτός που σχετίζεται ή συνδέεται με τον λόγιο πρεσβύτερο και σχισματικό επίσκοπο τής Εκκλησίας τής Ρώμης, τού 3ου αιώνα, Νοβατιανό ή Νοβάτο («Νοβατιανό σχίσμα»)2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο οπαδός τού επισκόπου αυτού.
Dictionary of Greek. 2013.