Νοβατιανός

Νοβατιανός
-ή, -ό (Α Νοβατιανός, -ή, -όν)
1. αυτός που σχετίζεται ή συνδέεται με τον λόγιο πρεσβύτερο και σχισματικό επίσκοπο τής Εκκλησίας τής Ρώμης, τού 3ου αιώνα, Νοβατιανό ή Νοβάτο («Νοβατιανό σχίσμα»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο οπαδός τού επισκόπου αυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ναυατιανός — και Νοουατιανός και Νοβατιανός, ή, ό και Ναυαταίος, α, ο και Ναυάτος, η, ο (Α Ναυατιανός και Νοουατιανός και Νοβατιανός, ή, όν και Ναυαταῑος, α, ον και Ναυᾱτος, η, ον) 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ναυατιανοί χριστιανική αίρεση που υπέστη… …   Dictionary of Greek

  • Ακέσιος — (4ος αι. μ.Χ.). Νοβατιανός επίσκοπος. Κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς Σωκράτη και Σωζόμενο, πήρε μέρος στη σύνοδο της Νίκαιας ύστερα από πρόσκληση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Α. βρήκε την ευκαιρία να αναπτύξει τις νοβατιανές του ιδέες,… …   Dictionary of Greek

  • Κορνήλιος — (; – Τσεντουμτσέλε 253). Πάπας της Ρώμης (251 253). Διαδέχθηκε στην παπική έδρα τον Φαβιανό, ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος. Ειρηνικός και μετριοπαθής, υποστήριζε ότι εκείνοι που αποστάτησαν από την Εκκλησία κατά τον διωγμό του Δεκίου και αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”